- δραστικός
- -ή, -ό (AM δραστικός, -ή, -όν)1. αυτός που φέρνει αποτέλεσμα με τη δράση του, αποτελεσματικός («δραστικά μέτρα»)2. (για φάρμακο) δυνατό, ισχυρό («δραστικό φάρμακο»)3. δραστήριοςαρχ.-μσν.1. ισχυρός, δυνατός2. αυτός που παράγει κάτι, που είναι η αιτία για κάτι, η δημιουργός αιτία («πονηρὸς δὲ ὁ δραστικός κακοῡ»)αρχ.(για πρόσ.) α) ενεργητικόςβ) ικανός ή κατάλληλος για δράση.
Dictionary of Greek. 2013.