δραστικός

δραστικός
-ή, -ό (AM δραστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που φέρνει αποτέλεσμα με τη δράση του, αποτελεσματικός («δραστικά μέτρα»)
2. (για φάρμακο) δυνατό, ισχυρό («δραστικό φάρμακο»)
3. δραστήριος
αρχ.-μσν.
1. ισχυρός, δυνατός
2. αυτός που παράγει κάτι, που είναι η αιτία για κάτι, η δημιουργός αιτία («πονηρὸς δὲ ὁ δραστικός κακοῡ»)
αρχ.
(για πρόσ.) α) ενεργητικός
β) ικανός ή κατάλληλος για δράση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δραστικός — representing attack masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικός — ή, ό επίρρ. ά αποτελεσματικός: Η αστυνομία έλαβε δραστικά μέτρα για την πάταξη της εγκληματικότητας στην περιοχή μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δραστικά — δραστικός representing attack neut nom/voc/acc pl δραστικά̱ , δραστικός representing attack fem nom/voc/acc dual δραστικά̱ , δραστικός representing attack fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικώτερον — δραστικός representing attack adverbial comp δραστικός representing attack masc acc comp sg δραστικός representing attack neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικωτάτων — δραστικός representing attack fem gen superl pl δραστικός representing attack masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικωτέραις — δραστικός representing attack fem dat comp pl δραστικωτέρᾱͅς , δραστικός representing attack fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικωτέρων — δραστικός representing attack fem gen comp pl δραστικός representing attack masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικῶν — δραστικός representing attack fem gen pl δραστικός representing attack masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικόν — δραστικός representing attack masc acc sg δραστικός representing attack neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικώτατα — δραστικός representing attack adverbial superl δραστικός representing attack neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”